- φόρος
- Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του οποίου κατανέμεται το κόστος των δημόσιων υπηρεσιών, οι οποίες δεν είναι δυνατόν να αποδίδουν κέρδη (κόστος της εθνικής άμυνας, της εσωτερικής ασφάλειας, της λειτουργίας της δικαιοσύνης, της δημόσιας εκπαίδευσης, της υγιεινής κλπ.). Κατά τον καθορισμό του μέτρου των φ., που οφείλει καθένας από εκείνους που συνεισφέρουν, πρέπει λοιπόν να αποκλειστεί το κριτήριο της αντιπαροχής. Έτσι, καταφεύγουμε (γενικά) στο κριτήριο της ικανότητας του καθενός από αυτούς που συνεισφέρουν να δεχτεί το βάρος των δημόσιων δαπανών.
Άλλες μορφές φ. αντιπροσωπεύουν αντίθετα το αντίστοιχο των ειδικών δημόσιων υπηρεσιών και επομένως καθορίζονται με βάση το κριτήριο της αντιπαροχής, για παράδειγμα, τα τέλη και οι εισφορές. Τα τέλη αντιπροσωπεύουν την ανταμοιβή που οφείλεται σ’ έναν δημόσιο οργανισμό, ο οποίος προσέφερε μια υπηρεσία σε έναν ενδιαφερόμενο που του τη ζήτησε: παραδείγματα είναι τα σχολικά, τα ταχυδρομικά και τα τηλεγραφικά τέλη. Οι εισφορές αποτελούν την αμοιβή που πληρώνει εκείνος που αντλεί ειδικά ωφελήματα από μια δημόσια υπηρεσία γενικού ενδιαφέροντος. Τυπικό παράδειγμα αποτελούν οι εισφορές υπερτιμήματος που οφείλουν οι ιδιοκτήτες των ακινήτων, που είδαν να αυξάνει η αξία και η παραγωγικότητα των κτημάτων τους μετά την εκτέλεση ορισμένων δημόσιων έργων (δρόμων, γεφυρών, αποξηράνσεων κλπ.).
Οι θεμελιώδεις αρχές του νεότερου φορολογικού δικαίου επιβάλλουν τη γενικότητα του φ., την ισότητα της φορολογικής επιβάρυνσης και της βεβαιότητάς της. Με βάση την αρχή της γενικότητας είναι υποχρεωμένοι να πληρώνουν φ. όλοι όσοι ωφελούνται από τις αδιαίρετες υπηρεσίες του κράτους και γι’ αυτό όχι μόνο οι πολίτες, αλλά και οι ξένοι που μένουν στη χώρα ή που έχουν περιουσίες, έστω και αν δεν μένουν. Η αρχή της ισότητας της φορολογικής επιβάρυνσης λαμβάνεται λογικά με την έννοια ότι πρέπει να εξασφαλίζεται ίση μεταχείριση σε εκείνους που βρίσκονται στις ίδιες οικονομικές συνθήκες. Τέλος, η αρχή της βεβαιότητας του φ. θέλει να προφυλάξει τους φορολογουμένους από τις αυθαίρετες επιβαρύνσεις, απαιτώντας ότι το σύνολο των φ. και ο τρόπος της πληρωμής τους πρέπει να καθορίζονται προκατοβολικά κατά τρόπο σαφή και αμετάκλητο.
Όσον αφορά την αρχή της φορολογικής ικανότητας (ισότητας του φορολογικού βάρους), πρέπει να κάνουμε μερικές διευκρινίσεις, γιατί η αρχή αυτή, από τις πρώτες εξελίξεις της νεότερης δημόσιας οικονομικής, υπήρξε πάντα, περισσότερο από κάθε άλλο και κυρίως από οικονομική άποψη, το κριτήριο της κατανομής του φορολογικού βάρους: κάθε πολίτης οφείλει να συνεισφέρει στα δημόσια βάρη ανάλογα με το εισόδημά του. Στο δεύτερο μισό του 19ου αι., με την επικράτηση πολιτικών τάσεων αντίθετων προς την ανισότητα κατανομής των εισοδημάτων (της οποίας ο περιορισμός θεωρείται καθήκον της φορολογικής πολιτικής), επιβάλλεται η ερμηνεία κατά την οποία η φορολογική ικανότητα αυξάνει περισσότερο παρά αναλογικά με την αύξηση του εισοδήματος (μείωση της χρησιμότητας των διαδοχικών δόσεων πλούτου για τον κάτοχό τους). Με βάση την ερμηνεία αυτή διατυπώθηκαν, ως κριτήρια της κατανομής του φορολογικού βάρους, οι αρχές της θυσίας: η αρχή της ίσης θυσίας (που ανάγεται στον Τζον Στιούαρτ Μιλ), κατά την οποία ο φ. πρέπει να αφαιρεί από κάθε φορολογούμενο ίση ποσότητα χρησιμότητας· η αρχή της αναλογικής θυσίας (που επεξεργάστηκαν κυρίως οι Ολλανδοί οικονομολόγοι), κατά την οποία υπάρχει ισότητα, έναντι του φ., όταν αυτός προκαλεί θυσίες ανάλογες προς την ολική χρησιμότητα της οποίας απολαμβάνει κάθε φορολογούμενος· η αρχή της ελαχίστης θυσίας (Έτζουερθ, Κάναν, Πίγκου), κατά την οποία πρέπει να είναι ελάχιστη η ολική θυσία της κοινότητας που προκαλείται από την επιβολή των φ. Οι θεωρίες αυτές δέχτηκαν ισχυρή κριτική, κυρίως σε ό,τι αφορά την ανάγκη που συνεπάγεται να συγκρίνεται η χρησιμότητα που αισθάνονται τα διάφορα άτομα ή να μετριέται η χρησιμότητα των διαφόρων μεγεθών πλούτου για το ίδιο άτομο με ακρίβεια που δεν είναι δυνατόν να υπολογιστεί λογικά. Στη νεότερη εποχή έπαψαν να στηρίζουν το κριτήριο της φορολογικής ικανότητας σε ωφελιμιστική βάση και επικρατεί η τάση να θεωρείται αντίθετα ως κριτήριο που αποκτά το περιεχόμενό του από τις πολιτικές εκτιμήσεις των φορολογικών υπηρεσιών. Στη νεότερη δημόσια οικονομική, η χρησιμοποίηση της αρχής της φορολογικής ικανότητας στην κατανομή του φορολογικού βάρους περιορίστηκε σημαντικά από το γεγονός ότι στον φ. αποδίδονται συχνά σκοποί περισσότερο περίπλοκοι από την απλή κατανομή του φορολογικού βάρους ανάλογα με τα εισοδήματα εκείνων που φορολογούνται. Για τον λόγο αυτό συνηθίζεται να γίνεται διάκριση μεταξύ δημοσιονομικών και εξωδημοσιονομικών σκοπών των φ., ανάλογα με το αν με αυτούς επιδιώκεται μόνο η εξασφάλιση ενός κρατικού εισοδήματος ή η άσκηση μιας προστατευτικής, κατανεμητής κλπ. δράσης στο οικονομικό πεδίο. Χωρίς αμφιβολία οι εξωδημοσιονομικές λειτουργίες του φ. παίζουν διαρκώς μεγαλύτερο ρόλο στη νεότερη δημοσιονομία, και κάθε φορά που οι φ. έχουν ρυθμιστικές λειτουργίες η εκτίμηση της φορολογικής ικανότητας των προσώπων υποτάσσεται στην ανάγκη είτε της πραγματοποίησης ορισμένων ειδικών σκοπών των δημόσιων οργανισμών είτε της διατήρησης της ισορροπίας του οικονομικού συστήματος είτε της εξασφάλισης κάποιου ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης. Τέλος, η αρχή της φορολογικής ικανότητας, ως κριτηρίου της κατανομής του φορολογικού βάρους, μπορεί να θεωρηθεί ακόμα ισχυρή (και πραγματικά θεωρείται ακόμα έτσι) μόνο αν συνδυαστεί με πολιτικά και κοινωνικά κριτήρια.
Όπως είδαμε προηγουμένως, το σύνολο των φ. δεν μπορεί να συγκριθεί με τα άμεσα ωφελήματα που έχει ο φορολογούμενος από τις προσφορές των δημόσιων υπηρεσιών. Συγκρίνεται όμως, στην πράξη, με την κατάσταση των πολιτών, που προκύπτει από ορισμένα αντικειμενικά στοιχεία. Τέτοια στοιχεία μπορεί να συγκεντρωθούν από άμεσες εκδηλώσεις του πλούτου, όπως το ύψος της περιουσίας ή το επίπεδο του εισοδήματος, ή από τις ανακλαστικές εκδηλώσεις, όπως το σύνολο της κατανάλωσης, ο όγκος των ανταλλαγών και το ποσό των μεταβιβάσεων. Από αυτά προκύπτει η πρώτη θεμελιώδης διάκριση των φ. Αν πλήττουν τον πλούτο και το εισόδημα στις άμεσες εκδηλώσεις του, λέγονται άμεσοι, ενώ στην άλλη περίπτωση λέγονται έμμεσοι. Συζητήθηκε πάρα πολύ ποια από τις δύο μορφές φορολογίας είναι προτιμότερη, γιατί και οι δύο παρουσιάζουν πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Οι άμεσοι φ. προσφέρουν έσοδα σχετικά σταθερά και επιτρέπουν την εξίσωση, με αρκετή προσέγγιση, του φορολογικού βάρους και των πραγματικών δυνατοτήτων των φορολογουμένων, έχουν όμως το μειονέκτημα να διευκολύνουν τη φοροδιαφυγή και η απόδοσή τους δεν ακολουθεί αμέσως τις μεταβολές της φορολογίσιμης ύλης. Από τη δική τους πλευρά οι έμμεσοι φ. έχουν το προσόν της καθολικότητας, δεν επιτρέπουν φοροδιαφυγή και προσαρμόζονται αυτόματα στις μεταβολές της γενικής οικονομικής κατάστασης. Επιπλέον οι φ. αυτοί πληρώνονται τμηματικά και γενικά η θυσία που επιβάλλουν στον φορολογούμενο είναι ψυχολογικά λιγότερο αντιπαθής. Μειονεκτήματά τους είναι η μεγάλη μεταβλητότητα των εσόδων, τα σημαντικά έξοδα που πρέπει να κάνει το κράτος για να τους εισπράξει και οι ενοχλήσεις που προκαλούν στις βιομηχανίες και στο εμπόριο με τους ελέγχους που πρέπει να γίνονται για την είσπραξή τους. Τέλος, οι έμμεσοι φ., αν επιβάλλονται στα καταναλωτικά αγαθά πρώτης ανάγκης, αποτελούν ένα είδος κοινωνικής αδικίας, γιατί καταλήγουν να επιβαρύνουν περισσότερο τα μικρά εισοδήματα και λιγότερο τα μεγάλα. Οι άμεσοι και οι έμμεσοι φ. συνυπάρχουν στα περισσότερα σύγχρονα φορολογικά συστήματα, γιατί με τη συνδυασμένη εφαρμογή τους, αν γίνει όπως πρέπει, μπορούν να προσαρμοστούν καλύτερα οι φορολογικές επιβαρύνσεις και η φορολογική ικανότητα των πολιτών.
Οι άμεσοι φ. με τη σειρά τους διαιρούνται σε εμπράγματους και προσωπικούς, ανάλογα με το αν επιβαρύνουν τον ίδιο τον πλούτο χωρίς αναφορά στα πρόσωπα που τον κατέχουν ή τον πλούτο εφόσον ανήκει σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Χαρακτηριστικό στοιχείο των εμπράγματων φ., που πλήττουν χωριστά την έγγειο περιουσία, το ακαθάριστο εισόδημα ή το καθαρό εισόδημα, είναι το αναλογικό ποσοστό, ποσοστό δηλαδή που αφαιρεί από τους φορολογουμένους ένα σταθερό μέρος της αξίας του περιουσιακού στοιχείου. Οι προσωπικοί φ., που αποβλέπουν στην ολοκλήρωση των εμπράγματων φ., αναφέρονται στο σύνολο του πλούτου που ανήκει σε ένα πρόσωπο και καθορίζονται με τα λεγόμενα προοδευτικά ποσοστά, ποσοστά δηλαδή που ανεβαίνουν σε μέγεθος περισσότερο παρά αναλογικά προς τη φορολογητέα ύλη.
Σχέδιο του Μπρέγκελ, που απεικονίζει την εξόντωση της λερναίας ύδρας της φορολογίας από αγανακτησμένους φορολογούμενους (Μουσείο Καλών Τεχνών, Γάνδη).
«Η πληρωμή των φόρων»: ελαιογραφία του ζωγράφου Μπρέγκελ, που απεικονίζει τη συλλογή των φόρων από τις λαϊκές τάξεις (Μουσείο Καλών Τεχνών, Γάνδη).
* * *(I)ο, ΝΜΑ1. καθετί που εισφέρει, που προσφέρει κάποιος σε άλλον («φόρος τιμής»)2. (ιδίως) χρηματικό ποσό ή εισφορά σε είδος που καταβάλλουν οι υπήκοοι χώρας στην κυβερνητική εξουσία (α. «οι φόροι βάρυναν ανέκαθεν τις εργαζόμενες τάξεις» β. «οἳ φέρουσι τὸν φόρον καὶ κατὰ γῆν κράτιστοί εἰσι», Αριστοφ.)3. φρ. «φόρου υποτελής» — βλ. υποτελήςνεοελλ.1. καταβολή σε χρήμα ή σε είδος που επιβάλλεται κατά τακτά χρονικά διαστήματα στους φορολογουμένους, άμεσα, ή στα καταναλισκόμενα προϊόντα και υπηρεσίες, έμμεσα, υπέρ τού κράτους ή υπέρ άλλων νομικών προσώπων, όπως είναι λ.χ. οι δήμοι και οι κοινότητες2. φρ. α) «άμεσοι φόροι»(νομ.-οικον.) φόροι που δεν μετακυλίονται από τον φορολογούμενο σε κάποιον άλλο, είναι κυρίως προσωπικοί και επιβάλλονται στο εισόδημα ή στον καθαρό πλούτο τού φορολογουμένου και καταβάλλονται απευθείας στο δημόσιο ταμείοβ) «έμμεσοι φόροι»(νομ.-οικον.) φόροι που μετακυλίονται εν όλω ή εν μέρει στον τελικό καταναλωτή και εισπράττονται από το κράτος με την επιβολή τους στα καταναλισκόμενα αγαθά και στις υπηρεσίεςγ) «αναλογικός φόρος» — βλ. φορολογία, αναλογικήδ) «προοδευτικός φόρος» — βλ. φορολογία, προοδευτικήε) «αντιστρόφως προδευτικός φόρος» — βλ. φορολογία, αντιστρόφως προοδευτικήστ) «φόρος εισοδήματος(νομ.-οικον.) φόρος που επιβάλλεται στο εισόδημα φυσικών και νομικών προσώπων και αποτελεί κύρια πηγή τών κρατικών εσόδωνζ) «φόρος επιτηδεύματος»(νομ.-οικον.) φόρος που θεσπίστηκε το 1926, αποτέλεσε ένα από τα εξελικτικά στάδια τού φόρου εισοδήματος και προέβλεπε την ξεχωριστή φορολόγηση τών κατά περίπτωση ιδιαίτερων εισοδημάτων, σε συνάρτηση με το επιτήδευμα, δηλαδή το επάγγελμα, τού φορολογουμένου, αλλά τελικά απορροφήθηκε στον ενιαίως επιβαλλόμενο, από το 1955 και ύστερα, φόρο εισοδήματοςη) «φόρος ακίνητης περιουσίας»(νομ.-οικον.) φόρος επιβαλλόμενος στην ακίνητη περιουσία, κυρίως γη και κτήρια, και, σε ορισμένες χώρες, στα μηχανήματα και τα αποθέματα επιχειρήσεων αλλά και σε προσωπικά είδη, όπως αυτοκίνητα, κοσμήματα, έπιπλα, εργαλεία και, τέλος, σε χρηματοοικονομικά στοιχεία, λ.χ. ομολογίες, μετοχές κ.ά.θ) «φόρος προστιθέμενης αξίας» — κυβερνητικός φόρος επί τού ποσού το οποίο μια επιχείρηση προσθέτει στην τιμή ενός αγαθού κατά τη διάρκεια τής παραγωγής και διανομής του, φόρος ο οποίος μετακυλίεται και επιβαρύνει τον τελικό καταναλωτήι) «φόρος αποδήμων»(νομ.-οικον.) φόρος που αφορά ημεδαπούς οι οποίοι διαμένουν κατά περιόδους ή μόνιμα στην αλλοδαπή και τού οποίου βασικό κριτήριο εφαρμογής αποτελεί η διατήρηση κατοικίας από τον υπόχρεο στην ημεδαπήια) «φόρος κύκλου εργασιών»(νομ.-οικον.) έμμεσος φόρος καταναλώσεως που επιβάλλεται στα διάφορα στάδια παραγωγής ή μεταποίησης τών προϊόντων, καθώς και σε ορισμένες υπηρεσίες, χωρίς δυνατότητα εκπτώσεως, φόρος που από το 1987 αντικαταστάθηκε στην Ελλάδα από τον φόρο προστιθέμενης αξίαςιβ) «φόρος μεταβιβάσεως ακινήτων»(νομ.-οικον.) φόρος που επιβάλλεται και υπολογίζεται επί τής αξίας κάθε μεταβιβαζόμενου ακινήτου και από τον οποίο εξαιρούνται οι δωρεές υπέρ τού Δημοσίου ή υπέρ τών κοινωφελών ιδρυμάτων μη κερδοσκοπικού χαρακτήραιγ) «φόρος αυτοκινήτου»(νομ.-οικον.) φόρος που επιβάλλεται στους κατόχους ιδιωτικής χρήσης αυτοκινήτων και τού οποίου το ύψος εξαρτάται από τον κυβισμό και την ηλικία τού αυτοκινήτουιδ) «φόρος δωρεάς»(νομ.-οικον.) φόρος επιβαλλόμενος σε περίπτωση μονομερούς μεταβιβάσεως περιουσιακών στοιχείων, δηλαδή σε περίπτωση μεταβιβάσεως χωρίς αντάλλαγμαιε) «φόρος επί τής δαπάνης»(οικον.) φόρος που καταβάλλεται από τον φορολογούμενο κάθε φορά που προβαίνει σε κάποια δαπάνηιστ) «φόρος επί τού κεφαλαίου»(οικον.) άμεσος φόρος που επιβάλλεται ταυτόχρονα σε όλες τις μορφές κεφαλαίου όλων τών ατόμων που κατέχουν φορολογήσιμο πλούτο πέραν ενός ορίουιζ) «φόρος κατανεμόμενος»(οικον.) φόρος που επιβαρύνει από κοινού μια ομάδα φορολογουμένων και τού οποίου το συνολικό ύψος είναι εκ τών προτέρων γνωστόιη) «φόρος κληρονομίας»(οικον.) φόρος που επιβαρύνει το τμήμα τής περιουσίας τού θανόντος που κληρονομείται από κάθε κληρονόμο τουιθ) «φόρος μεταβιβάσεως λόγω θανάτου» — φόρος που επιβάλλεται στα ακίνητα που κληροδοτεί ο εκλιπών ή στο κληρονόμημα που κληρονομεί ο ευεργετούμενος από αυτόνκ) «φόρος πολυτελείας» — βλ. πολυτέλειακα) «φόροι κατανάλωσης»(νομ.-οικον.) φόροι που καταβάλλονται άμεσα ή έμμεσα από τον καταναλωτή για λόγους κατανάλωσης, πώλησης, χρήσης, ιδιοκτησίας και δασμώνκβ) «φόροι κυκλοφορίας» — άλλη ονομασία τών έμμεσων φόρων κατανάλωσηςκγ) «παρακρατούμενος φόρος» — φόρος που καταβάλλεται από τον φορολογούμενο σε ένα τρίτο πρόσωπο, το οποίο στη συνέχεια τόν αποδίδει στο Δημόσιο Ταμείοκδ) «πραγματικός φόρος» — φόρος που επιβαρύνει τον φορολογούμενο αναλόγως τού εισοδήματός του ανεξαρτήτως λοιπών βαρώνκε) «φόρος υπέρ τρίτων»(νομ.-οικον.) φόρος που θεσπίζεται από το κράτος υπέρ ενός νομικού προσώπου ή ενός οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης, όπως είναι λ.χ. ο φόρος υπέρ τού ΟΓΑκστ) «κεφαλικός φόρος» — φόρος που επιβαρύνει ισόποσα κάθε άτομο, ανεξάρτητα από την οικονομική του δυνατότητα, είχε ισχύσει ακόμη από την αρχαιότητα και, κατά την περίοδο τής τουρκοκρατίας στην Ελλάδα, ονομαζόταν χαράτσικζ) «φόρος δεκάτης» — βλ. δεκάτηκη) «φόρος υποτελείας»i) (στο παρελθόν) φόρος τον οποίο ήταν υποχρεωμένα να καταβάλλουν σε χρήμα και σε είδος, κατά τακτά χρονικά διαστήματα, τα υποτελή κράτη στις επικυρίαρχες πολιτείεςii) μτφ. δυσβάστακτη οικονομική εισφορά ή συνδρομή που είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει κάποιος χωρίς αντίρρηση ή διαμαρτυρίακθ) «φόρος χαρτοσήμου»(παλαιότερα) έμμεσος φόρος κατανάλωσης, που επιβαλλόταν σε κάθε συναλλαγή και ο οποίος αντικαταστάθηκε και αυτός από τον φόρο προστιθέμενης αξίαςλ) «φόρος χρήσεως»(νομ.-οικον.) φόρος επιβαλλόμενος λόγω χρήσεως ή κατοχής ενός προϊόντοςλα) «βεβαίωση φόρων»i) διαδικασία υπολογισμού τού ύψους τού αναλογούντος φόρουii) πιστοποιητικό με το οποίο βεβαιώνεται η είσπραξη φόρωνλβ) «επίπτωση φόρου» — οι θετικές ή αρνητικές οικονομικές, κοινωνικές και λοιπές συνέπειες που μπορεί να έχει η επιβολή ενός φόρουλγ) «έκπτωση φόρων» — η νόμιμη μείωση τού βεβαιωθέντος φορολογικού βάρους εκ μέρους τών φορολογικών αρχών, η οποία μπορεί να οφείλεται στις οικογενειακές υποχρεώσεις τού φορολογουμένου, στην ύπαρξη κάποιων κινήτρων για ενθάρρυνση επενδυτικών δραστηριοτήτων κ.α.λδ) «επιστροφή φόρων» — η απόδοση φόρων στον φορολογούμενο εκ μέρους τών φορολογικών αρχώνλε) «παραγραφή φόρων» — η άρση μιας συγκεκριμένης φορολογικής υποχρέωσης ενός φορολογουμένου για διάφορους λόγους, όπως είναι κυρίως η παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη βεβαίωση της κατά το οποίο δεν έγινε η καταβολή της από τον υπόχρεομσν.-αρχ.κάθε προσφορά ή καταβολή χρημάτων(| αρχ.1. καρποφορία, παραγωγή2. στολισμός τού βωμού3. φρ. α) «φόρον ὑποτελῶ» — είμαι φόρου υποτελής, πληρώνω φόρο (Ηρόδ.)β) «φόρον φέρω» — πληρώνω χρηματικό ποσό ως εισφορά (Αριστοφ.)γ) «φόρον τάσσω τινί» — ορίζω τον φόρο που αναλογεί σε κάποιον (Ανδοκ.)δ) «φόρος πρόσεισι» ή «φόροι ἥκουσι» — γίνεται είσπραξη φόρων (Αριστοφ.)ε) «κατά φόρους» — κατά δόσεις, με δόσεις (Πολ.)στ) «βασιλικός φόρος» — είδος φόρου στη Σπάρτη (Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ- τής ρίζας τού φέρω* + κατάλ. -ος(πρβλ. λέγω: λόγος)].————————(II)ο, ΝΜβλ. φόρο.
Dictionary of Greek. 2013.